σφη

σφη
    σφῇ
    эп.-ион. dat. f к σφός См. σφος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σφη" в других словарях:

  • σφῇ — σφάζω slay fut ind mid 2nd sg (doric) σφάζω slay fut ind act 3rd sg (doric) σφός their fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφή — σφός their fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σφήλω — Σφή̱λω , Σφῆλος masc nom/voc/acc dual Σφή̱λω , Σφῆλος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφός — σφή, σφόν, ΜΑ (κτητ. αντων.) (πάντοτε για πολλούς κτήτορες) δικός τους, δική τους, δικό τους αρχ. 1. (σπαν. σε ποιητές μτγν. τού Ομ.) δικός τους, δικός της 2. δικός σου, σός* 3. δικός μου, εμός 4. εσάς τών δύο, δικός σας, σφωΐτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Σφήλοιο — Σφή̱λοιο , Σφῆλος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σφήλου — Σφή̱λου , Σφῆλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АРИСТОФАН —    • Aristophănes,          Άριστοφάνης,        1. афинянин, комический поэт; родился ок. 450 г. до Р. X., умер после 388 г. до Р. X. Имел сыновей Арарота, Филиппа и Никострата (или Филетера), которые по смерти отца также ставили комедии на… …   Реальный словарь классических древностей

  • προξ — προκός, η, ΝΑ νεοελλ. γένος μυρηκαστικών θηλαστικών τής οικογένειας ελαφίδες αρχ. 1. είδος ζαρκαδιού 2. το νεογνό ζαρκαδιού, ζαρκαδάκι 3. (μτφ. για άνθρωπο) δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρόξ (< *προκ ς) έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

  • Akrosphenosyndaktylie — Akro|spheno|syn|daktyli̲e̲ [↑akro..., gr. σϕην, Gen.: σϕηνος = Keil u. ↑Syndaktylie] w; , ...i̱en : = Akrozephalosyndaktylie …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • spheno..., Spheno... — spheno..., Spheno... [aus gr. σϕην = Keil]: Bestimmungswort von Zusammensetzungen mit der Bedeutung „keilförmig; Keil...“; z. B. : sphenoideus, Sphenozephalie …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»